νυκτίμορφος: -ον, ὅμοιος πρὸς τὴν νύκτα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.
νυκτίμορφος, -ον (Μ)αυτός που έχει τη μορφή της νύχτας, σκοτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -μορφος (< μορφή)].
wie die Nacht gestaltet, Eust. 622.35.