νυκτομαχώ

Greek Monolingual

νυκτομαχῶ, -έω (Α)
μάχομαι στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ψυχομαχώ].