ψυχομαχώ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
ψυχομαχῶ, -έω, ΝΜΑ, και ψυχομαχάω Ν
είμαι ετοιμοθάνατος, πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ (α. «ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει», δημ. τραγούδι
β. «πάτερ, ὡς λέγουν, ἐκ παντὸς ψυχομαχεῖ ἀδελφός μου», Πρόδρ.
γ. «τινὰς μὲν δικαίους ψυχομαχοῦντας...», Αθανάσ.)
αρχ.
πολεμώ απεγνωσμένα για ζωή και θάνατο, μάχομαι μέχρις εσχάτων («τὸ μὲν ψυχομαχεῖν μέχρι τῆς ἐσχάτης ἐλπίδος ἀπεδοκίμαζε», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. θαλασσο-μαχῶ. Η αρχική σημ. του ρ. είναι «μάχομαι μόνο με την ψυχή, χωρίς ελπίδα, απεγνωσμένα», από όπου η σημ. «είμαι ετοιμοθάνατος].