ο, ηαυτός που του αρέσει να περιπλανάται στη διάρκεια της νύχτας, νυκτόβιος, ξενύχτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + -πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. λαοπλάνος.