ξενύχτης

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58

Greek Monolingual

ο, θηλ. ξενύχτισσα
αυτός που μένει άγρυπνος τη νύχτα εργαζόμενος ή διασκεδάζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξενύχτι + κατάλ. -ης].