Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
ο, θηλ. ξενύχτισσααυτός που μένει άγρυπνος τη νύχτα εργαζόμενος ή διασκεδάζοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξενύχτι + κατάλ. -ης].