ξενύχτης

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

ο, θηλ. ξενύχτισσα
αυτός που μένει άγρυπνος τη νύχτα εργαζόμενος ή διασκεδάζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξενύχτι + κατάλ. -ης].