νυκτοφύλαξ

English (LSJ)

[φῠ], ᾰκος, ὁ, night-watchman, guard, X.An.7.2.18,7.3.34, Onos.10.10tit., Luc.Peregr.27; in Egyptian towns, Ph. 2.534, PIand.33.8 (ii A. D.), Theb.Ostr.139; at Rome, = Lat. vigiles, J.BJ4.11.4, D.C.58.9; also, = praefectus vigilum, Id.52.24.

French (Bailly abrégé)

ύλακος (ὁ) :
qui fait une garde de nuit.
Étymologie: νύξ, φύλαξ.

German (Pape)

ακος, ὁ, Nachtwache haltend, nachtwächter, Xen. An. 7.2.18 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ ночной часовой, ночная стража Xen.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα φυλάττων, φύλαξ, «σκοπός», Λατ. excubitor, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 18., 3. 34.

Greek Monotonic

νυκτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, νυχτερινός φύλακας, σκοπός, φρουρός, Λατ. excubitor, σε Ξεν.

Middle Liddell

νῠκτο-φύλαξ, ακος,
a night-watcher, warder, Lat. excubitor, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=σκοπός). Ἀπό τό νύξ + φύλαξ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη νύξ καί στό ρῆμα φυλάττω.