νυκτόσημο

Greek Monolingual

το
ναυτ. φανός ή άλλου είδους φωτεινό σήμα στον ιστό πλοίου τη νύχτα ως διακριτικό ναυαρχικού ή άλλου ναυτικού αξιώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + σῆμα (πρβλ. ορόσημο). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον].