νυμφίς

Greek (Liddell-Scott)

νυμφίς: -ίδος, ἡ, «νυμφίδες· ὑποδήματα γυναικεῖα νυμφικὰ» Ἡσύχ.

German (Pape)

ίδος, ἡ, bes. fem. zu νυμφίδιος.