νυμφίδες
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
Full diacritics: νυμφίδες | Medium diacritics: νυμφίδες | Low diacritics: νυμφίδες | Capitals: ΝΥΜΦΙΔΕΣ |
Transliteration A: nymphídes | Transliteration B: nymphides | Transliteration C: nymfides | Beta Code: numfi/des |
αἱ, wedding shoes, Hsch.
νυμφίδες: -αἱ, ἴδε νυμφίς.
νυμφίδες, αἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματα γυναικεῖα, νυμφικά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. μεμφίς)].