νυμφαγέτης
English (LSJ)
ου, ὁ, leader of the Nymphs, epithet of Poseidon, Corn. ND 22; of Pan, IG4²(1).130.15 (Epid.); cf. νυμφηγέτης.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφᾱγέτης: -ου, ὁ ἡγέτης τῶν νυμφῶν, ἐπιθετ. τοῦ Ποσειδῶνος, Cornut. N. D. 22.
Greek Monolingual
νυμφογέτης και νυμφηγέ
της, ὁ (Α)
(προσωνυμία για τον Ποσειδώνα και για τον Πάνα) ηγέτης τών Νυμφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + ἁγέτης / ἡγέτης.