νυμφηγέτης
From LSJ
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
English (LSJ)
εω, ὁ, = νυμφαγέτης (q.v.), Ἀπόλλων IG12(8).358 (Thasos, V B.C.).
Greek Monolingual
νυμφηγέτης, -εω, ὁ (Α)
βλ. νυμφαγέτης.