νυνμενί

Greek Monolingual

νυνμενί (Α)
επίρρ. (αντί νυνί μέν) τώρα δα μεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυνὶ μέν + δεικτικό επίθημα Γ (πρβλ. νῦν: νυνί)].

Russian (Dvoretsky)

νυνμενί: Arph. = νυνὶ μέν.

Middle Liddell

familiar Attic for νυνὶ μέν, Ar.