νυχάτος

Greek Monolingual

-η, -ο νύχι
1. αυτός που έχει μακριά και γαμψά νύχια
2. το ουδ. ως ουσ. το νυχάτο
είδος σταφυλιού, αλλ. αετονύχι ή νυχάκι.