αετονύχι

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

και αϊτονύχι και αϊτόνυχο, το
1. νύχι αετού
2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες που απολήγουν σε οξύ άκρο, όμοιο κατά κάποιο τρόπο με την αιχμή του νυχιού του αετού
3. ο καρπός της αετονυχολιάς που απολήγει σε νυχοειδές άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αετός + νύχι].