Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νυχτώνω
Greek Monolingual
και νυκτώνω (Μ νυκτώνω) νύχτα 1. (ενεργ. και μέσ.) μέ βρίσκει η νύχτα να κάνωκάτι («λεμονάκι μυρωδάτο... μην παραμυρίζεις τόσο και με κάνεις και νυχτώσω», δημ. τραγούδι)