νύχα

English (LSJ)

[ῠ], Adv., = νύκτωρ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 271] = νύκτωρ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νύχᾰ: Ἐπίρρ., = νύκτωρ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νύχα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νύκτωρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει το θέμα νυχ- με δασύ σύμφωνο του νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα)].