ξάσμα

English (LSJ)

-ατος, τό, carded wool, S.Fr.1073.

German (Pape)

[Seite 275] τό, die gekrempelte (ξαίνω) Wolle, Soph. frg. 915 bei Poll. 7, 30.

Russian (Dvoretsky)

ξάσμα: ατος τό чесаная шерсть Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ξάσμα: τό, ἔριον ἐξασμένον, «λαναρισμένον», Σοφ. Ἀποσπ. 915.

Greek Monolingual

το (Α ξάσμα, -ατος)
ξασμένο μαλλί
νεοελλ.
η ποσότητα λαναρισμένου κανναθιού την οποία έχει εκάστοτε στη ζώνη του ο σχοινοπλόκος για να πλέξει το σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ- του ξαίνω (πρβλ. παρακμ. -ξασ-μαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. ύφασμα)].