ξαμολώ
Greek Monolingual
-άω
1. αφήνω ελεύθερο κάποιον, ιδίως ζώο, για να ορμήσει ή να πέσει πάνω σε κάποιον, εξαπολύω
2. (για πρόσ.) στέλνω κάποιον εσπευσμένα να κάνει κάτι («ξαμόλησε όλους τους άνδρες της ασφάλειας για να πιάσουν τους τρομοκράτες»)
3. μέσ. ξαμολιέμαι
ορμώ ακάθεκτος, με βιασύνη, ξεκινώ τρέχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + αμολώ].