ξανάνιωμα
Greek Monolingual
το ξανανιώνω
1. αναζωογόνηση, ανανέωση
2. η επιστροφή τών χαρακτηριστικών της νεότητας στον γηράσκοντα οργανισμό.
το ξανανιώνω
1. αναζωογόνηση, ανανέωση
2. η επιστροφή τών χαρακτηριστικών της νεότητας στον γηράσκοντα οργανισμό.