ξανακυλώ

Greek Monolingual

(Μ ξανακυλῶ, -άω)
παθαίνω υποτροπή σε αρρώστια
νεοελλ.
1. κυλώ κάτι ξανά
2. σκάβω το έδαφος βαθιά, καλλιεργώ τη γη σκάβοντας βαθιά.