Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξαναπλάθω
Greek Monolingual
και ξαναπλάσσω (Μ ξαναπλάσσω) 1. φτειάχνω κάτι από την αρχή, ξανακάνω 2.δημιουργώξανά, αναπλάθω νεοελλ. μέσ.ξαναπλάθομαι και ξαναπλάσσομαι α) πλάθομαι εκ νέου β) μεταβάλλομαι ριζικά («ήλλαξες απ' ό,τι ήσουνε κι όλος εξαναπλάστης», Ερωτόκρ.).