ξεγοφιάζω

Greek Monolingual

και ξεγκοφιάζω
1. εξαρθρώνω, βγάζω τον γοφό κάποιου
2. (κατ' επέκτ.) υποβάλλω κάποιον σε βαριές δουλειές, κουράζω κάποιον υπερβολικά, καταπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + γοφός].