γοφός

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

ο
ισχίο, μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γόμφος με αποβολή του -μ- προ του -φ-].