ξεδιψώ

Greek Monolingual

-άω (Μ ξεδιψῶ)
1. καταπραΰνω τη δίψα κάποιου
2. παύω να διψώ («ήπια μια πορτοκαλάδα και ξεδίψασα»)
3. μτφ. ικανοποιώ. Ι
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + διψώ].