πορτοκαλάδα

From LSJ

ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on

Source

Greek Monolingual

η, Ν
αναψυκτικό ποτό από χυμό πορτοκαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι + κατάλ. -άδα (πρβλ. βυσσινάδα].