(Μ ξεζεύω)βγάζω τον ζυγό, ελευθερώνω υποζύγιο από τον ζυγό («ξέζεψε τα βόδια από το αλέτρι»)μσν.(για συζύγους) διαλύω τον γάμο, χωρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + ζεύ(γ)ω].