ξεκούραστος

Greek Monolingual

-η, -ο ξεκουράζω
1. αυτός που ανέλαβε από την κούραση, αυτός που ξεκουράστηκε («μετά από μια ώρα ύπνου νιώθω ξεκούραστος»)
2. αυτός που γίνεται άκοπα, χωρίς κούραση ή αυτός που δεν προκαλεί κούραση (α. «ξεκούραστη δουλειά» β. «ξεκούραστα παπούτσια»).
επίρρ...
ξεκούραστα
με ξεκούραστο τρόπο, με άνεση.