ξεκουράζω
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
1. κάνω κάποιον να μην αισθάνεται κούραση, αναπαύω («μια βόλτα στην εξοχή μέ ξεκουράζει»)
2. (συν. το μέσ.) ξεκουράζομαι
αναπαύομαι («κοιμήθηκα λίγο και ξεκουράστηκα»).