άνεση

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

η (AM ἄνεσις) ανίημι
1. έλλειψη βιασύνης
2. απελευθέρωση, έλλειψη περιορισμών
3. ξεκούραση, χαλάρωση
νεοελλ.
1. ευκολία ζωής, βόλεμα
2. φρ. «οικονομική άνεση» — οικονομική ευχέρεια, ευπορία
μσν.
1. ευθυμία
2. ικανοποίηση
αρχ.
1. μείωση, ύφεση
2. απόλαυση, ακολασία
3. (για έγχορδα μουσικά όργανα) χαλάρωμα των χορδών.