ξεκρεμώ

Greek Monolingual

-άω
κατεβάζω κάτι που είναι κρεμασμένο («ξεκρέμασα τα χειμωνιάτικα ρούχα από την ντουλάπα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + κρεμώ].