κατεβάζω
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
(AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω)
1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῖσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.)
2. φέρνω από τα μεσόγεια στα παράλια ή οδηγώ νοτιότερα («ὑπάγων καὶ καταβιβάζων τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλασσαν», Πλούτ.)
3. μειώνω την τιμή, υποτιμώ (α. «οι έμποροι κατέβασαν τα τρόφιμα» β. «οι ιδιοκτήτες ίσως κατεβάσουν τα ενοίκια»)
4. μτφ. υποβιβάζω, φέρνω σε χαμηλότερο επίπεδο (α. «πώς μπόρεσες να κατεβάσεις τόσο πολύ τη μάννα σου;» β. «καταβίβασον σεαυτὸν ἀπὸ αὐχημάτων εἰς το δημοτικώτερον», Διον. Αλ.)
5. φρ. γραμμ. «κατεβάζω τον τόνο» ή «καταβιβάζω τον τόνο» — μεταφέρω τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα ή στη λήγουσα
νεοελλ.
1. φρ. α) «κατεβάζει τον περίδρομο» — τρώει ή πίνει πάρα πολύ
β) «κατεβάζω τη φωνή» — μιλώ πιο σιγά
γ) «κατεβάζω τα μούτρα» ή «τά κατεβάζω» — γίνομαι σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιάζω, κακιώνω
δ) «κατεβάζει ο νους μου» ή «κατεβάζει το κεφάλι μου» ή «κατεβάζει η κούτρα μου» — είμαι γόνιμος σε ιδέες («εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, χίλια καντάρια σίδερο πόσες βελόνες βγάζει;»)
ε) (με αισχρή σημασία) «τά κατεβάζει» — εκδίδεται
στ) (για γαλακτοφόρα ζώα) «κατεβάζω γάλα» — είμαι γόνιμος στην παραγωγή γάλακτος
ζ) «το βουνό κατεβάζει» — φυσά δυνατός άνεμος προερχόμενος από το βουνό
η) «το ποτάμι κατέβασε» — το ποτάμι πλημμύρισε
θ) «τά 'χει κατεβασμένα» — πάσχει από κήλη τών ὁρχεων
ι) «θα κατεβάσω τον ουρανό με τ' άστρα» — θα κατορθώσω τα ακατόρθωτα
ια) (για πολιτικό κόμμα) «κατεβάζω κάποιον στις εκλογές» — προτείνω κάποιον ως υποψήφιο στις εκλογές
ιβ) «κατεβάζω κάποιον από αξίωμα» — καθαιρώ κάποιον, αφαιρώ από κάποιον το αξίωμα
ιγ) «κατέβασαν το έργο» — το έργο σταμάτησε να παίζεται
ιδ) «του κατέβασα τ' αφτιά» — τον ταπείνωσα
ιε) «τον κατέβασα απ' τον γάιδαρο» — τον κατηγόρησα ή τον επέπληξα
ιστ) «κατεβάζει τα μάτια» ή «κατεβάζει το κεφάλι» — κοιτάζει προς τα κάτω από αμηχανία ή ντροπή
ιζ) «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει» — ό,τι θέλει ας γίνει
ιη) «κατέβασε πολλή βροχή» — έβρεξε καταρρακτωδώς
2. παροιμ. «αλί που το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» — για ανίκανους ή άτυχους ανθρώπους
μσν.
1. αποσυνδέω, λύνω
2. παρασύρω προς τα κάτω
3. (ως γ' πρόσ.) κατεβάζει
ρέει, τρέχει
4. φρ. α) «ὁ οὐρανὸς κατεβάζει» — πέφτει δροσιά, δροσίζει ο καιρός
β) «κατεβάζω δάκρυα» ή «κατεβάζω ποτάμια» — χύνω δάκρυα
γ) «κατεβάζω ἀρμάδα» — εκστρατεύω με στόλο
αρχ.
φέρνω πίσω, επαναφέρω («τὸν λόγον ἐπὶ τὰ νῦν καθεστώτα καταβιβάζειν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από τον αόρ. κατέβασα (< κατ-ε-βί-βασ-α) με απώλεια του ενεστωτικού αναδιπλασιασμού κατά το σχήμα ἔσπασα: σπάζω.