ξεκωλώνω

Greek Monolingual

και ξεκωλιάζω
1. αφαιρώ τον πάτο, τη βάση δοχείου ή σκεύους (α. «τον ξεκώλωσες τον κουβά» β. «ξεκωλώθηκε το κοφίνι από το βάρος»)
2. (το ενεργ. και το μέσ.) καταπονώ κάποιον υπερβολικά, κουράζω πολύ, ξεπατώνω στη δουλειά («μάς ξεκώλωσε στη γυμναστική»)
3. (σχετικά με πρωκτική συνουσία) συνουσιάζομαι υπερβολικά ή βίαια με κάποιον
4. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο ξεκωλωμένος
ο κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + κώλος].