1. ξεμυαλίζω, μωραίνω, παίρνω τα λογικά κάποιου2. παραπλανώ, εξαπατώ («τον ξελόγιασε με ψεύτικες υποσχέσεις»)3. (ενεργ. και μέσ.) εκμαυλίζω, αποπλανώ (α. «ξελόγιασε τη μικρή» β. «ξελογιάστηκε με μια παντρεμένη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + λογιάζω].