Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξενοκρατούμαι
Greek Monolingual
(Α ξενοκρατοῦμαι, -έομαι) νεοελλ. (για χώρα ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους αρχ. βρίσκομαι υπό την κατοχή μισθοφορικών στρατευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ.<ξένος+κρατοῦμαι (<κράτος), πρβλ. λαοκρατούμαι].