ξενολόγημα

Greek Monolingual

το
λέξη ή φράση που προέρχεται από ξένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγημα (< -λογώ), πρβλ. αστειο-λόγημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά].