ξενοτρόφος
German (Pape)
[Seite 278] Gastfreunde, Fremde ernährend, Miethssoldaten haltend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοτρόφος: ὁ τρέφων ξένους, διατηρῶν ξενικὸν στρατὸν μισθοφόρων, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
Greek Monolingual
ξενοτρόφος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που περιποιείται τους ξένους
αρχ.
αυτός που διατηρεί ξένα μισθοφορικά στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος)].