ξενόστομος

English (LSJ)

ξενόστομον, = ξενόφωνος, Phld.Po.2.41.

Greek Monolingual

ξενόστομος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με ξενική προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -στόμος (< στόμα), πρβλ. αγλαόστομος].