Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξενόφωνος

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενόφωνος Medium diacritics: ξενόφωνος Low diacritics: ξενόφωνος Capitals: ΞΕΝΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: xenóphōnos Transliteration B: xenophōnos Transliteration C: ksenofonos Beta Code: ceno/fwnos

English (LSJ)

ξενόφωνον, speaking or sounding strange, rejected by Poll.2.113.

German (Pape)

[Seite 278] fremd, ausländisch sprechend, Poll. 2, 113, der das Wort verwirft.

Greek (Liddell-Scott)

ξενόφωνος: -ον, ὁ ὁμιλῶν ἢ ἠχῶν ξένως ἢ παραδόξως, Πολυδ. Β΄, 113.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ξενόφωνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που μιλά με ξενική προφορά
2. ξενόγλωσσος
αρχ.
αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].