ξενότελος: τό, τέλος τι, οἷον τὸ παρ’ Ἀθηναίοις μετοίκιον, Ἀνδρον. νεωτ. χρυσόβουλ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 161, σ. 1113.
ξενότελος, τὸ (Μ)είδος φόρου, παρόμοιου με το μετοίκιο τών Αθηναίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τέλος «φόρος, όασμός»].