ξεπάγιασμα

Greek Monolingual

το ξεπανιάζω
1. το αποτέλεσμα του ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο
2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο
3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματα
τα χείμετλα, οι χιονίστρες.