το ξεπανιάζω1. το αποτέλεσμα του ξεπαγιάζω, πάγωμα από πολύ κρύο2. σφοδρό ψύχος, πολύ κρύο3. στον πληθ. τα ξεπαγιάσματατα χείμετλα, οι χιονίστρες.