ξεπαγιάζω

Greek Monolingual

1. κρυώνω υπερβολικά, τρέμω από το κρύο
2. κάνω κάποιον να παγώσει από το κρύο («μάς ξεπάγιασε με το ανοιχτό παράθυρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + πάγος.