ξεπλέκω

Greek Monolingual

1. λύνω κάτι πλεγμένο, ξηλώνω («ξέπλεξα το πουλόβερ»)
2. αφήνω λυτά τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλέκω (αόρ. ἐξ-έπλεξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].