ξεσκονίζω

Greek Monolingual

1. αφαιρώ τη σκόνη, καθαρίζω αντικείμενα από τον κονιορτό
2. μτφ. (επιτιμητικά) φέρομαι δουλικά σε κάποιον, τον καλοπιάνω με κολακείες
3. μτφ. ξυλοκοπώ, δέρνω («θα του ξεσκονίσει για καλά την πλάτη»)
4. μτφ. εξετάζω ή επεξεργάζομαι κάτι σε όλες τις λεπτομέρειες, εξονυχιστικά («το ξεσκόνισα το βιβλίο, πριν να δώσω εξετάσεις»).