ξεσκουφώνω

Greek Monolingual

1. αφαιρώ τον σκούφο, το καπέλο, το κάλυμμα της κεφαλής κάποιου
2. (συν. το μέσ.) ξεσκουφώνομαι
βγάζω τον σκούφο μου, το καπέλο μου, αποκαλύπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + σκούφος].