ξεφράζω

Greek Monolingual

1. αφαιρώ το φράχτη ή το εμπόδιο
2. ξεβουλλώνω κάτι που έχει φράξει, εκφράσσω («ξέφραξα την αποχέτευση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-φράσσω (αόρ. ἐξ-έφραξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].