αποχέτευση

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

η (Α ἀποχέτευσις)
απομάκρυνση ακάθαρτου ή πλεονάζοντος νερού με οχετό
νεοελλ.) το σύστημα των αγωγών με το οποίο επιτυγχάνεται η απομάκρυνση των υδάτων.