αποχέτευση

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀποχέτευσις)
απομάκρυνση ακάθαρτου ή πλεονάζοντος νερού με οχετό
νεοελλ.) το σύστημα των αγωγών με το οποίο επιτυγχάνεται η απομάκρυνση των υδάτων.