gloss on αὐασμός, Erot.
[Seite 279] ὁ, = ξήρανσις, Sp.
ξηρασμός: ξηρασία, Ἐρωτιαν. σ. 44.
ξηρασμός (Α)αποξήρανση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηρασ- του ξηραίνω (πρβλ. ξηρασία) + κατάλ. -μός (πρβλ. αυασμός)].