ξηροπυρία

English (LSJ)

ἡ, Medic., application of dry heat, Aët.16.29, Sch.Nic.Al.586, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 279] ἡ, trocknes Schwitzbad, Schol. Nic. Al. 600.

Greek (Liddell-Scott)

ξηροπῠρία: ἡ, λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, Λατ. sudatorium, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 600.

Greek Monolingual

ξηροπυρία, ἡ (Α)
λουτρό με ατμό, ατμόλουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + πυρία «ατμόλουτρο»].