ξηροπυρίτας

English (LSJ)

[ῑ] ἄρτος, ὁ, (πυρός) = αὐτόπυρος, Ameriasap.Ath.3.114c.

Greek Monolingual

ξηροπυρίτας, ὁ (Α)
φρ. «ξηροπυρίτας ἄρτος» — άρτος που παρασκευάζεται με ακοσκίνιστο σταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + πυρίτᾱς (< πυρός «σιτάρι») (ἄρτος)].