αὐτόπυρος
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
ὁ, of whole wheaten meal, ἄρτος Alex.121, Gal.15.577, PPetr.3p.179; opp. σητάνειος, Plu.2.466d:—also αὐτοπυρίτης [ῑ], ου, ὁ, Phryn.Com.38, Hp.Int.20,22, Luc. Pisc.44.
Spanish (DGE)
-ον
de harina pura de trigo, ἄρτος Alex.121, Gal.15.577, PPetr.2.25g.2 (III a.C.), PCair.Zen.707.9 (III a.C.), IEphesos 925A (imper.), 938.9 (I/II d.C.), op. σητάνειος Plu.2.466d.
German (Pape)
[ῡ], ἄρτος Alexis bei Ath. III.110e, grobes Weizenbrot, wozu das Mehl und die Kleie genommen wurde, Galen.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόπῡρος: ὁ Plut. = αὐτοπυρίτης.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόπῡρος: ὁ, ὁ πεποιημένος ἐξ ἀκοσκινίστου σιτίνου ἀλεύρου, ἄρτος Ἄλεξ. ἐν «Κυπρίῳ» 2· ὁ μέσος τοῦ τε καθαροῦ καὶ τοῦ πιτυρίτου καλουμένου, ὅν ἔνιοι αὐτόπυρον ὀνομάζουσι Γαλην. π. Γλαῦκ.
Greek Monolingual
αὐτόπυρος, ο (Α)
κατασκευασμένος από ακοσκίνιστο σιταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πυρος < πυρός «σιτάρι» (πρβλ. εύπυρος, πολύπυρος)].