αὐτόπυρος

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόπῡρος Medium diacritics: αὐτόπυρος Low diacritics: αυτόπυρος Capitals: ΑΥΤΟΠΥΡΟΣ
Transliteration A: autópyros Transliteration B: autopyros Transliteration C: aftopyros Beta Code: au)to/puros

English (LSJ)

ὁ, of whole wheaten meal, ἄρτος Alex.121, Gal.15.577, PPetr.3p.179; opp. σητάνειος, Plu.2.466d:—also αὐτοπυρίτης [ῑ], ου, ὁ, Phryn.Com.38, Hp.Int.20,22, Luc. Pisc.44.

Spanish (DGE)

-ον
de harina pura de trigo, ἄρτος Alex.121, Gal.15.577, PPetr.2.25g.2 (III a.C.), PCair.Zen.707.9 (III a.C.), IEphesos 925A (imper.), 938.9 (I/II d.C.), op. σητάνειος Plu.2.466d.

German (Pape)

[ῡ], ἄρτος Alexis bei Ath. III.110e, grobes Weizenbrot, wozu das Mehl und die Kleie genommen wurde, Galen.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόπῡρος: ὁ Plut. = αὐτοπυρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόπῡρος: ὁ, ὁ πεποιημένος ἐξ ἀκοσκινίστου σιτίνου ἀλεύρου, ἄρτος Ἄλεξ. ἐν «Κυπρίῳ» 2· ὁ μέσος τοῦ τε καθαροῦ καὶ τοῦ πιτυρίτου καλουμένου, ὅν ἔνιοι αὐτόπυρον ὀνομάζουσι Γαλην. π. Γλαῦκ.

Greek Monolingual

αὐτόπυρος, ο (Α)
κατασκευασμένος από ακοσκίνιστο σιταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πυρος < πυρός «σιτάρι» (πρβλ. εύπυρος, πολύπυρος)].